- σαϊνέτα
- η, Νσύντομο μονόπρακτο θεατρικό και μουσικό έργο, το οποίο άνθησε κατά τον 18ο αιώνα, παιζόταν ως ιντερμέδιο άλλων θεατρικών παραστάσεων και είχε χαρακτήρα ειρωνικό ή σατιρικό με ήρωες απλούς ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. sainete «μικρό κομμάτι λίπους», υποκορ. τού sain «πάχος, λίπος»].
Dictionary of Greek. 2013.